ερωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ερωτικός | η | ερωτική | το | ερωτικό |
γενική | του | ερωτικού | της | ερωτικής | του | ερωτικού |
αιτιατική | τον | ερωτικό | την | ερωτική | το | ερωτικό |
κλητική | ερωτικέ | ερωτική | ερωτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ερωτικοί | οι | ερωτικές | τα | ερωτικά |
γενική | των | ερωτικών | των | ερωτικών | των | ερωτικών |
αιτιατική | τους | ερωτικούς | τις | ερωτικές | τα | ερωτικά |
κλητική | ερωτικοί | ερωτικές | ερωτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερωτικός < αρχαία ελληνική ἐρωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ερωτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον έρωτα
- ερωτική επιθυμία
- που εκφράζει πόθο και το συναίσθημα του έρωτα
- ερωτικό άγγιγμα
- που εμπνέει συναισθήματα παρόμοια με του έρωτα
- πολλοί περιγράφουν τη Θεσσαλονίκη ως ερωτική πόλη