ερωτόλογο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερωτόλογο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: ερωτόλογα) λόγος / λόγια με τα οποία εκφράζεται ο έρωτας σε κάποια ή κάποιον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερωτόλογο
|