εσωτερικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσωτερικά < εσωτερικ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εσωτερικά

  1. στο εσωτερικό, μέσα
  2. όσον αφορά στο εσωτερικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εσωτερικά
      γενική των εσωτερικών
    αιτιατική τα εσωτερικά
     κλητική εσωτερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσωτερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εσωτερικά