εσώψυχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εσώψυχα | ||
γενική | των | εσώψυχων | ||
αιτιατική | τα | εσώψυχα | ||
κλητική | εσώψυχα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσώψυχα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εσώψυχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈso.psi.xa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εσώψυχα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (για επιθυμίες, συναισθήματα κ.λπ.) ό,τι υπάρχει μέσα στην ψυχή κάποιου, συνήθως ανεκδήλωτο