ετεροσκεδαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετεροσκεδαστικά < ετεροσκεδαστικός + -ά ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική heteroskedastically)
Επίρρημα
[επεξεργασία]ετεροσκεδαστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ετεροσκεδαστικά