ετεροχρονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετεροχρονισμός < ετεροχρονίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετεροχρονισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ετεροχρονίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροχρονισμός
|