ευάλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευάλωτος | η | ευάλωτη | το | ευάλωτο |
γενική | του | ευάλωτου | της | ευάλωτης | του | ευάλωτου |
αιτιατική | τον | ευάλωτο | την | ευάλωτη | το | ευάλωτο |
κλητική | ευάλωτε | ευάλωτη | ευάλωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευάλωτοι | οι | ευάλωτες | τα | ευάλωτα |
γενική | των | ευάλωτων | των | ευάλωτων | των | ευάλωτων |
αιτιατική | τους | ευάλωτους | τις | ευάλωτες | τα | ευάλωτα |
κλητική | ευάλωτοι | ευάλωτες | ευάλωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευάλωτος < αρχαία ελληνική εὐάλωτος < εὖ + ἁλίσκομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈva.lo.tos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /eˈva.lo.ti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /eˈva.lo.to/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ευάλωτος, -η, -ο
- που κυριεύεται εύκολα
- που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση
- ≈ συνώνυμα: ευαίσθητος, τρωτός
- ο οργανισμός του εξαιτίας της γρίπης είναι ευάλωτος και πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα για να μην αρρωστήσει από πνευμονία
- ≈ συνώνυμα: ευαίσθητος, τρωτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευάλωτος