ευεργετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ευεργετικά < ευεργετικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.veɾ.ʝe.tiˈka/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευεργετικά
- καλά, με καλό ευεργετικό τρόπο, με ωφέλη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευεργετικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ευεργετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευεργετικό