ευθυμολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευθυμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευθυμολόγημα
- ευθυμολογία
- ευθυμολογικός
- ευθυμολογώ
- → δείτε τις λέξεις εύθυμος, ευ, θυμός και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθυμολόγος
|