ευλίμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευλίμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐλίμενος, -ος, -ον < εὖ + (λιμήν) λιμεν- + -ος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈvli.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λί‐με‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευλίμενος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη λιμένας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευλίμενος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)