ευνοώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐνοῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευνοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνοῶ, συνηρημένος τύπος του εὐνοέω < εὔνους < εὖ (ευ-), νόος / νοῦς & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική favoriser[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ev.noˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐νο‐ώ

ευνοώ

  1. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση και προσοχή σε κάποιον· δείχνω εύνοια· είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον
  2. διευκολύνω κάτι
    η παρατεταμένη ξηρασία ευνοεί την εξάπλωση των πυρκαγιών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]