ευνοώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευνοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνοῶ, συνηρημένος τύπος του εὐνοέω < εὔνους < εὖ (ευ-), νόος / νοῦς & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική favoriser[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ev.noˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νο‐ώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ευνοώ
- δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση και προσοχή σε κάποιον· δείχνω εύνοια· είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον
- διευκολύνω κάτι
- ↪ η παρατεταμένη ξηρασία ευνοεί την εξάπλωση των πυρκαγιών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εύνοια
- ευνοϊκός
- ευνοούμενος, ευνοουμένη
- → και δείτε τη λέξη νους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δείχνω εύνοια
διευκολύνω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ευνοώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)