ευτροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευτροφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική eutrophic[1] + -ικός < αρχαία ελληνική εὐτροφία < εὔτροφος < εὖ (ευ-) + τρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ef.tɾo.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐τρο‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ευτροφικός, -ή, -ό
- (οικολογία) που έχει σχέση με τον ευτροφισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή εμφανίζει αυτό το φαινόμενο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευτροφισμός
- → δείτε τις λέξεις ευ και τρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευτροφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)