ευφορβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευφορβία < νέα ελληνική euphorbia[1] < euphorbea < αρχαία ελληνική Εὔφορβος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευφορβία θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) γένος φυτών της οικογένειας των Ευφορβιοειδών (Euphorbiaceae),
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Από παρανόηση του Κάρολου Λινναίου, αντί του σωστού euphorbea.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)