ευφραίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈfɾe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φραί‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ευφραίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ευφραίνω: ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι