ευφυολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευφυολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που λέει ευφυολογίες / ευφυολογήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευφυολόγος
|