ευχαριστημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευχαριστημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ευχαριστώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ευχαριστημένος, -η, -ο
- που έχει ευχαριστηθεί