ευχρηστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευχρηστία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐχρηστία < εὖ + χρῶμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ef.xɾiˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐χρη‐στί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευχρηστία θηλυκό
- η ευκολία χρήσης ή χρησιμοποίησης κάποιου πράγματος
- ≈ συνώνυμα: ευχέρεια
- ≠ αντώνυμα: δυσχρηστία
- χρησιμότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αχρήστευση
- αχρηστία
- δυσχρηστία
- εύχρηστος
- → δείτε τις λέξεις ευ, χρήστης και χρήση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευχρηστία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)