εφήμερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]εφήμερα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφήμερα
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εφήμερα | ||
γενική | των | εφήμερων | ||
αιτιατική | τα | εφήμερα | ||
κλητική | εφήμερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
εφήμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι εφήμερες χαρές ή απολαύσεις
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)