εφόσον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφόσον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφ΄ ὅσον[1]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
εφόσον
- με την προϋπόθεση ότι, επειδή, αφού
- ↪ Εφόσον θέλεις να το κάνεις, θα το κάνεις.
- όταν
- ↪ Εφόσον έχει καλό καιρό, θα πάμε βόλτα.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εφ' όσον (λογιώτερο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εφόσον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας