εὔσημον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εὔσημον | τὰ | εὔσημα | ||||
γενική | τοῦ | εὐσήμου | τῶν | εὐσήμων | ||||
δοτική | τῷ | εὐσήμῳ | τοῖς | εὐσήμοις | ||||
αιτιατική | τὸ | εὔσημον | τὰ | εὔσημα | ||||
κλητική ὦ! | εὔσημον | εὔσημα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εὔσημον < σχηματισμός με κατάληξη ενικού αριθμού -ον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὔσημα (ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του αρχαίου επιθέτου εὔσημος) → δείτε και τη λέξη εύσημο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εὔσημον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το εύσημο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εὔσημον