εὔσωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὔσωμος | τὸ εὔσωμον | οἱ, αἱ εὔσωμοι | τὰ εὔσωμα |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐσώμου | τοῦ εὐσώμου | τῶν εὐσώμων | τῶν εὐσώμων |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐσώμῳ | τῷ εὐσώμῳ | τοῖς, ταῖς εὐσώμοις | τοῖς εὐσώμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὔσωμον | τὸ εὔσωμον | τοὺς, τὰς εὐσώμους | τὰ εὔσωμα |
Κλητική | εὔσωμε | εὔσωμον | εὔσωμοι | εὔσωμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐσώμω | |||
Γενική-Δοτική | εὐσώμοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εὔσωμος, -ος, -ον
- ((ελληνιστική κοινή)) με καλή σωματική διάπλαση, με γερό σώμα