ζαβαλίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαβαλίδικο (αρσενικό ο ζαβαλής και θηλυκό ζαβαλού)
(ιδιωματικό) ο ταλαίπωρος , ο δυστυχής, ο φουκαράς, ο κακομοίρης, ο φτωχός, ο αξιολύπητος (λέξη που ακούγεται πια μόνον στους κύκλους των Κωνσταντινουπολιτών Ελλήνων) → δείτε τη λέξη ζαβαλής