ζακυνθινής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ζακυνθινής
- γενική ενικού, θηλυκού γένους (ζακυνθινή) του ζακυνθινός
Δείτε επίσης : Ζακυνθινής |
ζακυνθινής