ζαχαριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαχαριάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ζαχαριάζω
- (για καρπούς ή μείγματα που περιέχουν ζάχαρη) ζαχαρώνω, κρυσταλλώνομαι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζαχαριάζω | ζαχάριαζα | θα ζαχαριάζω | να ζαχαριάζω | ζαχαριάζοντας | |
β' ενικ. | ζαχαριάζεις | ζαχάριαζες | θα ζαχαριάζεις | να ζαχαριάζεις | ζαχάριαζε | |
γ' ενικ. | ζαχαριάζει | ζαχάριαζε | θα ζαχαριάζει | να ζαχαριάζει | ||
α' πληθ. | ζαχαριάζουμε | ζαχαριάζαμε | θα ζαχαριάζουμε | να ζαχαριάζουμε | ||
β' πληθ. | ζαχαριάζετε | ζαχαριάζατε | θα ζαχαριάζετε | να ζαχαριάζετε | ζαχαριάζετε | |
γ' πληθ. | ζαχαριάζουν(ε) | ζαχάριαζαν ζαχαριάζαν(ε) |
θα ζαχαριάζουν(ε) | να ζαχαριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζαχάριασα | θα ζαχαριάσω | να ζαχαριάσω | ζαχαριάσει | ||
β' ενικ. | ζαχάριασες | θα ζαχαριάσεις | να ζαχαριάσεις | ζαχάριασε | ||
γ' ενικ. | ζαχάριασε | θα ζαχαριάσει | να ζαχαριάσει | |||
α' πληθ. | ζαχαριάσαμε | θα ζαχαριάσουμε | να ζαχαριάσουμε | |||
β' πληθ. | ζαχαριάσατε | θα ζαχαριάσετε | να ζαχαριάσετε | ζαχαριάστε | ||
γ' πληθ. | ζαχάριασαν ζαχαριάσαν(ε) |
θα ζαχαριάσουν(ε) | να ζαχαριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζαχαριάσει | είχα ζαχαριάσει | θα έχω ζαχαριάσει | να έχω ζαχαριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζαχαριάσει | είχες ζαχαριάσει | θα έχεις ζαχαριάσει | να έχεις ζαχαριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζαχαριάσει | είχε ζαχαριάσει | θα έχει ζαχαριάσει | να έχει ζαχαριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζαχαριάσει | είχαμε ζαχαριάσει | θα έχουμε ζαχαριάσει | να έχουμε ζαχαριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζαχαριάσει | είχατε ζαχαριάσει | θα έχετε ζαχαριάσει | να έχετε ζαχαριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζαχαριάσει | είχαν ζαχαριάσει | θα έχουν ζαχαριάσει | να έχουν ζαχαριάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαχαριάζω
→ δείτε τη λέξη ζαχαρώνω |