ζενδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ζενδικά | ||
γενική | των | ζενδικών | ||
αιτιατική | τα | ζενδικά | ||
κλητική | ζενδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζενδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζενδικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζενδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ζενδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ζενδικός