ζευγηλατρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ζευγηλατρίς | αἱ | ζευγηλατρίδες |
γενική | τῆς | ζευγηλατρίδος | τῶν | ζευγηλατρίδων |
δοτική | τῇ | ζευγηλατρίδῐ | ταῖς | ζευγηλατρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ζευγηλατρίδᾰ | τὰς | ζευγηλατρίδᾰς |
κλητική ὦ! | ζευγηλατρίς* | ζευγηλατρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζευγηλατρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζευγηλατρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ζευγηλατρίς < ζευγηλάτρ(ης) + κατάληξη θηλυκού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζευγηλατρίς, -ίδος θηλυκό (αρσενικό ζευγηλάτης)
Πηγές[επεξεργασία]
- ζευγηλατρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)