ζοΐα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζοΐα θηλυκό
- αιολικός τύπος του ζωή
- ※ τὸ γὰρ ἅμισυ τᾶς ζοΐας ἔχω ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν, τὸ δὲ λοιπὸν ἀπώλετο (Θεόκριτος, Εἰδύλλιον Ἐρῶντος)