ζοφερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζοφερός | η | ζοφερή | το | ζοφερό |
γενική | του | ζοφερού | της | ζοφερής | του | ζοφερού |
αιτιατική | τον | ζοφερό | τη | ζοφερή | το | ζοφερό |
κλητική | ζοφερέ | ζοφερή | ζοφερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζοφεροί | οι | ζοφερές | τα | ζοφερά |
γενική | των | ζοφερών | των | ζοφερών | των | ζοφερών |
αιτιατική | τους | ζοφερούς | τις | ζοφερές | τα | ζοφερά |
κλητική | ζοφεροί | ζοφερές | ζοφερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζοφερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζοφερός < ζόφ{ος) + -ερός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zo.feˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζο‐φε‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
ζοφερός, -ή, -ό
- που δεν έχει καθόλου φως, που είναι τόσο σκοτεινός ώστε να προκαλεί φόβο
- (μεταφορικά) που προκαλεί ανασφάλεια, απαισιοδοξία, φόβο
- ≈ συνώνυμα: δυσοίωνος
- ≠ αντώνυμα: αισιόδοξος, ελπιδοφόρος
- ζοφερό μέλλον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ζοφερά (επίρρημα)
- ζοφερότητα
- ζοφώδης
→ και δείτε τη λέξη ζόφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζοφερός, -ά, -όν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ζοφερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζοφερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)