ζούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούλα | οι | ζούλες |
γενική | της | ζούλας | — | |
αιτιατική | τη | ζούλα | τις | ζούλες |
κλητική | ζούλα | ζούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Δε συνηθίζεται στο πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζούλα < ζουλ(άω)/(ώ) + κατάληξη θηλυκού -α
- για την κατσίκα < ζώο + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈzu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζού‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζούλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η μυστικότητα
- (ιδιωματικό) η κατσίκα[1]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (λαϊκότροπο, αργκό) στη ζούλα: στα κρυφά, στα μουλωχτά, λαθραία, χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι επειδή η προσοχή τους ήταν στραμμένη αλλού
Επίρρημα[επεξεργασία]
ζούλα
- (λαϊκότροπο) μυστικά, κρυφά, με μυστικό τρόπο, χωρίς να το καταλάβουν οι υπόλοιποι
- ↪ ζούλα σε μία βάρκα μπήκα, από το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Μπάτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ζούλα
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος ζουλάω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)