ζούμπερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζούμπερο | τα | ζούμπερα |
γενική | του | ζούμπερου | των | ζούμπερων |
αιτιατική | το | ζούμπερο | τα | ζούμπερα |
κλητική | ζούμπερο | ζούμπερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζούμπερο < σλαβικής προέλευσης zonbru
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζούμπερο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζούμπερο
|