ζυγολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζυγολόγιο | τα | ζυγολόγια |
γενική | του | ζυγολόγιου & ζυγολογίου |
των | ζυγολόγιων & ζυγολογίων |
αιτιατική | το | ζυγολόγιο | τα | ζυγολόγια |
κλητική | ζυγολόγιο | ζυγολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζυγολόγιο ουδέτερο
- κατάσταση ή ειδικό βιβλίο όπου σημειώνεται το βάρος εμπορευμάτων που ζυγίζονται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζυγολόγιο
|