ζωαρχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωαρχικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζῴαρχ(ος) + -ικός με απλοποίηση της γραφή του ωμέγα (→ δείτε τις λέξεις ζωή, ἀρχικός και ἄρχω
Επίθετο[επεξεργασία]
ζωαρχικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- (θρησκεία) που είναι η αρχή της ζωής, που παρέχει ζωή
- → χρειάζεται παράθεμα 4ος αιώνας κε ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος, 5, 76
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ζωαρχικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (ελληνιστική κοινή)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)