ζωγραφιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωγραφιά | οι | ζωγραφιές |
γενική | της | ζωγραφιάς | των | ζωγραφιών |
αιτιατική | τη | ζωγραφιά | τις | ζωγραφιές |
κλητική | ζωγραφιά | ζωγραφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωγραφιά < μεσαιωνική ελληνική ζωγραφιά / ζωγραφία < αρχαία ελληνική ζωγραφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωγραφιά θηλυκό
- δημιουργική αναπαράσταση, φτιαγμένη με μολύβι ή χρώματα σε χαρτί, καμβά ή άλλο υλικό, που αναπαριστά μια εικόνα της πραγματικότητας ή κάτι το φανταστικό
- (μεταφορικά) κάτι που είναι όμορφο να το βλέπει κανείς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αγγελοζωγραφιστός
- αεροζογραφική
- αζωγράφιστος
- αναζωγραφίζω
- αναζωγράφιση
- αντιζωγραφικός
- ζωγραφίζω
- ζωγραφικά
- ζωγραφική
- ζωγραφικός
- ζωγράφισμα
- ζωγραφιστά
- ζωγραφιστός
- ζωγράφος
- → δείτε τις λέξεις ζώο, ζωή και γράφω