ζωοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ζωοκόμος | οι | ζωοκόμοι |
γενική | του/της | ζωοκόμου | των | ζωοκόμων |
αιτιατική | τον/τη | ζωοκόμο | τους/τις | ζωοκόμους |
κλητική | ζωοκόμε | ζωοκόμοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται (συστηματικά ή επαγγελματικά) με τη ζωοκομία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωοκόμος
|