ζωοτρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωοτρόφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζῳοτρόφος < αρχαία ελληνική ζῷον + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ζωο- + -τρόφος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zo.oˈtɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐τρό‐φος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ζωοτροφή, ζώο και τρέφω
- μεσαιωνική ελληνική: ζωοτροφῶ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ζωο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρόφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)