ζύγιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζύγιασμα ουδέτερο
- το ζύγισμα
- η εκτίμηση των θετικών και των αρνητικών πριν παρθεί μια απόφαση
- (για χαρταετούς) η φροντίδα για το σωστό μήκος των σκοινιών και της ουράς του χαρταετού ώστε αυτός να πετάξει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζύγιασμα
|