ζώπυρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζώπυρο τα ζώπυρα
      γενική του ζώπυρου των ζώπυρων
    αιτιατική το ζώπυρο τα ζώπυρα
     κλητική ζώπυρο ζώπυρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζώπυρο < αρχαία ελληνική ζώπυρον < ζῶ + πῦρ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈzo.pi.ɾo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζώπυρο ουδέτερο

  1. αναμμένο καρβουνάκι διατηρημένο σε στάχτη, που χρησιμεύει για την αναζωπύρωση της φωτιάς
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε αναζωογονεί, αναγεννά ή εμψυχώνει

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τις λέξεις ζω και πυρ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]