ζώπυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζώπυρο | τα | ζώπυρα |
γενική | του | ζώπυρου | των | ζώπυρων |
αιτιατική | το | ζώπυρο | τα | ζώπυρα |
κλητική | ζώπυρο | ζώπυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζώπυρο < αρχαία ελληνική ζώπυρον < ζῶ + πῦρ
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζώπυρο ουδέτερο
- αναμμένο καρβουνάκι διατηρημένο σε στάχτη, που χρησιμεύει για την αναζωπύρωση της φωτιάς
- (μεταφορικά) οτιδήποτε αναζωογονεί, αναγεννά ή εμψυχώνει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζώπυρο