ηγεμονεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηγεμονεύω < αρχαία ελληνική ἡγεμονεύω < ἡγεμών < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʝe.moˈne.vo/
Ρήμα[επεξεργασία]
ηγεμονεύω, πρτ.: ηγεμόνευα, στ.μέλλ.: θα ηγεμονεύσω, αόρ.: ηγεμόνευσα, παθ.φωνή: ηγεμονεύομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ηγεμόνευση
- → δείτε τη λέξη ηγεμόνας