ηδονοβλεψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηδονοβλεψία < ηδονοβλεψίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηδονοβλεψία θηλυκό
- η άντληση ηδονής από την παρακολούθηση σεξουαλικής πράξης στην οποία συμμετέχουν άλλοι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηδονοβλεψία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ηδονοβλεψία αρσενικό ή θηλυκό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του ηδονοβλεψίας