ηδυπάθεια
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ηδυπάθει
α
οι
ηδυπάθει
ες
γενική
της
ηδυπάθει
ας
των
ηδυπαθει
ών
αιτιατική
την
ηδυπάθει
α
τις
ηδυπάθει
ες
κλητική
ηδυπάθει
α
ηδυπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ηδυπάθεια
<
αρχαία ελληνική
ἡδυπάθεια
<
ἡδύς
+
πάσχω
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ηδυπάθεια
θηλυκό
(
λόγιο
) η
τάση
και η
ροπή
προς τις σαρκικές απολαύσεις,
φιληδονία
,
ακολασία
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
ηδυπαθής
,
ηδύς
και
πάσχω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ηδυπάθεια
αγγλικά
:
lubricity
(en)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Malagasy