ηδύγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηδύγλωσσος < αρχαία ελληνική ἡδύγλωσσος
Επίθετο[επεξεργασία]
ηδύγλωσσος, -η, -ο
- (λόγιο) που μιλά ηδέως, ευχάριστα, γλυκομίλητος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηδύγλωσσος
|