ηδύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηδύνομαι < αρχαία ελληνική ἡδύνομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἡδύνω
- ηδύνομαι < μεσαιωνική ελληνική ἡδύνομαι / δύνομαι[1] < αρχαία ελληνική δύναμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ηδύνομαι
- (αρχαιοπρεπές) ευχαριστιέμαι
- (παρωχημένο, σπάνιο) άλλη μορφή του δύνομαι / δύναμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηδύνομαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ηδύνομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].