ηθικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηθικότητα < (καθαρεύουσα) ηθικότης < ηθικός + -ότης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.θiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηθικότητα θηλυκό