ηλίθια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ηλίθια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ηλίθια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ηλίθιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ηλίθιο) του ηλίθιος