ηλεκτρογεννήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.ʝeˈni.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λεκ‐τρο‐γεν‐νή‐τρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρογεννήτρια θηλυκό
- γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, συσκευή που δουλεύει συνήθως με πετρέλαιο και μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε ηλεκτρική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρογεννήτρια
|