ηλεκτροκαρδιογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηλεκτροκαρδιογράφημα, ηλεκτρο- + καρδιογράφημα < αγγλική electrocardiogram
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλεκτροκαρδιογράφημα ουδέτερο
- (ιατρική) η γραφική παράσταση που εκτυπώνει ο ηλεκτροκαρδιογράφος και απεικονίζει την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλεκτροκαρδιογράφημα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)