ηλεκτροσόκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλεκτροσόκ < αγγλική electroshock

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηλεκτροσόκ ουδέτερο άκλιτο

  • η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος σε ζωντανό οργανισμό
    η θεραπεία ψυχασθενών με ηλεκτροσόκ θεωρείται από πολλούς απάνθρωπη
    του του έκαναν βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]