ηλεμπόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλεμπόριο | τα | ηλεμπόρια |
γενική | του | ηλεμπόριου & ηλεμπορίου |
των | ηλεμπόριων & ηλεμπορίων |
αιτιατική | το | ηλεμπόριο | τα | ηλεμπόρια |
κλητική | ηλεμπόριο | ηλεμπόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεμπόριο (νεολογισμός) < ηλ- + -εμπόριο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική e-commerce
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεμπόριο ουδέτερο
- (τεχνολογία, σπάνιο) το ηλεκτρονικό εμπόριο
- → χρειάζεται παράθεμα ή πηγή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεμπόριο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηλ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εμπόριο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)