ηλιόλουτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιόλουτρο ουδέτερο
- (λόγιο) η ηλιοθεραπεία
- ※ Ἄφησε πιὰ τὶς Ρωσίδες δούκισσες ποὺ κολυμποῦσαν τσίτσιδες σ’ ὅλα τὰ περιγιάλια κι ὑστερα ξαπλωνόντανε στοὺς βράχους γιὰ ἡλιόλουτρο, σὰν ἀγάλματα τῆς Ἀφροδίτης, κι ἂν περνοῦσε κανένα πλοῖο σηκωνόντανε οἱ μαρμάρινες κορμοστασιὲς καὶ χαιρετοῦσαν.
- Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής
- ※ Ἄφησε πιὰ τὶς Ρωσίδες δούκισσες ποὺ κολυμποῦσαν τσίτσιδες σ’ ὅλα τὰ περιγιάλια κι ὑστερα ξαπλωνόντανε στοὺς βράχους γιὰ ἡλιόλουτρο, σὰν ἀγάλματα τῆς Ἀφροδίτης, κι ἂν περνοῦσε κανένα πλοῖο σηκωνόντανε οἱ μαρμάρινες κορμοστασιὲς καὶ χαιρετοῦσαν.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιόλουτρο
→ δείτε τη λέξη ηλιοθεραπεία |