ημεροδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.me.ɾoˈði.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐με‐ρο‐δεί‐κης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημεροδείκτης αρσενικό
- ημερολόγιο που έχει τόσες σελίδες όσες και οι μέρες του έτους και σε κάθε σελίδα δίνονται πληροφορίες για την αντίστοιχη μέρα
- (κατ’ επέκταση) ηλεκτρονικό ημερολόγιο με την ίδια οργάνωση
- (γενικότερα) κάθε ημερολόγιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημεροδείκτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ημερο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δείκτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)